κωρυκίς

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωρῠκίς Medium diacritics: κωρυκίς Low diacritics: κωρυκίς Capitals: ΚΩΡΥΚΙΣ
Transliteration A: kōrykís Transliteration B: kōrykis Transliteration C: korykis Beta Code: kwruki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of
A κώρυκος 1.1, Epich.113, Ar.Fr.415.
II leaf-gall in elms, Thphr. HP 3.14.1.

German (Pape)

[Seite 1547] ίδος, ἡ, dim. zu κώρυκος, Ar. tr. 368; bes. ein blasenartiger Auswuchs auf den Blättern der Ulmen, der durch den Stich gewisser Insekten entsteht, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

κωρῠκίς: ίδος (ῐδ) ἡ небольшой мешок, сумка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κωρῠκίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κώρυκος, Ἐπίχ. 64 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 368. ΙΙ. κυστιοειδὲς ἢ φλυκταινοειδὲς ἔκφυμα παραγόμενον ἐπὶ τῶν φύλλων πτελεῶν καὶ τῆς σφεδάμνου διὰ τοῦ δήγματος ἐντόμου τινός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 14, 1.

Greek Monolingual

κωρυκίς, -ίδος, ἡ (Α) κώρυκος
1. αυτή που είχε σχέση με τον Κώρυκο της Ιωνίας
2. μικρός δερμάτινος σάκος, σακίδιο
3. αρρώστια τών φύλλων της φτελιάς που οφείλεται σε δήγμα εντόμου.