μονοσταλής
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ές,
A = μονόστολος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 205] ές, ὁ κατὰ μόνας στελλόμενος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονοσταλής: «ὁ κατὰ μόνος στελλόμενος» Ἡσύχ.