ἀνατιτράω
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
bore through, bore, Dsc.1.66 (Pass.), TryphoFr.112 V. (Pass.); part. ἀνατιτράς, -άντος, Gal.UP16.11, etc., Orib.46.11.10.
Spanish (DGE)
1 agujerear vaciando, vaciar δημιουργῶν ... ἀναγλυφόντων τε καὶ ἀνατιτράντων Gal.4.330
•en v. pas. φησὶ ... αὐλοὺς ... ἀνατρηθῆναι dice ... que las flautas ... eran vaciadas (por los fenicios), Trypho Fr.112
•carcomer (πρίσματα) ἅπερ ὑπὸ τῶν σκωλήκων ἀνατίτραται Dsc.1.66.
2 trepanar pas. ἀνατιτραμένου τοῦ κρανίου Orib.46.11.10.
French (Bailly abrégé)
ἀνατιτρῶ :
percer.
Étymologie: ἀνά, τιτραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατιτράω: μέλλ. ἀνατρήσω, διατρυπῶ, τρυπῶ, Διοσκ. 1. 7, 9, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 182Ε, ἐν τῷ παθητ.
German (Pape)
= ἀνατιτραίνω.