κλεψύδριον
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Philostr.VS2.10.1, 2.13.1.
German (Pape)
[Seite 1450] τό, dim. zum Vorigen, Philostr.
Greek Monolingual
κλεψύδριον, τὸ (AM)
(υποκορ. του κλεψύδρα) μικρή κλεψύδρα
μσν.
μικρό κομμάτι, απόκομμα, περικοπή.