κυβοειδής

From LSJ
Revision as of 10:18, 4 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβοειδής Medium diacritics: κυβοειδής Low diacritics: κυβοειδής Capitals: ΚΥΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kyboeidḗs Transliteration B: kyboeidēs Transliteration C: kyvoeidis Beta Code: kuboeidh/s

English (LSJ)

κυβοειδές, like a cube, cubical, Epicur.Nat.14.5, Str.16.1.5, Dsc.5.98, Gal.5.668, Heliod. ap. Orib.49.4.47; ὀστοῦν Gal.UP3.7, al.

German (Pape)

[Seite 1523] ές, würfelförmig, kubisch, Strab. XVI, 738 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβοειδής: -ές, ὅμοιος κύβῳ, κυβικός, Στράβ. 738, Διοσκ. 5. 114.

Greek Monolingual

-ές (Α κυβοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει σχήμα κύβου
2. φρ. ανατ. «κυβοειδές οστό» — οστό του δεύτερου στοίχου τών οστών του ταρσού που έχει σχήμα κυβικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + -ειδής].