τρόφιος

From LSJ
Revision as of 09:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

German (Pape)

[Seite 1153] = τρόφιμος, Numen. bei Ath. VII, 304 e.

Greek (Liddell-Scott)

τρόφιος: -α, -ον, = τρόφιμος, ἢ σκάρον ἢ κῶθον τροφίην καὶ ἀναιδέα λίην Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 304Ε.