κατάτριψις
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a being worn out, τῶν ὀργάνων Hp.Epid.6.3.1.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, das Zerreiben, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάτριψις: -εως, ἡ, τὸ κατατρίβειν, ἡ καταστροφή, φθορά, τῶν ὀργάνων Ἱππ. 1174C.