ναρκόω
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
benumb, deaden, ὀδύνην ναρκοῖ Hp.Liqu.6; νεναρκωμένοι ib.1: c. acc. pers., Phld.Rh.1.380 S., cf. Hp.Epid.6.2.1.
German (Pape)
[Seite 230] starr, steif machen, betäuben, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ναρκόω: ποιῶ τινα ἀναίσθητον, ναρκώνω, ὀδύνην ναρκοῖ τι Ἱππ. 427· 11· νεναρκωμένοι ὁ αὐτ. 425. 9.
French (Bailly abrégé)
ναρκῶ :
engourdir, causer de la torpeur.
Étymologie: νάρκη.