σημάδιον
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
τό,
A gloss on ἐνέχυρον, Sch.Ar.Pl.451, cf. Eust.1675.46. II ensign, flag, [Polyaen.]6.38.10.
German (Pape)
[Seite 874] τό, = σημάτιον, zw., Lob. Phryn. 74.
Greek (Liddell-Scott)
σημάδιον: τό, = σημάτιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 451, Εὐστ. 1675. 46. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.