ψηφοκλέπτης
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ψηφοπαίκτης, Ath.1.19b, cf. Eust.1601.50.
German (Pape)
[Seite 1397] ὁ, = ψηφοπαίκτης, Ath. I, 19 b.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοκλέπτης: -ου, ὁ, = ψηφοπαίκτης, Ἀθήν. 19Β, πρβλ. Εὐστάθ. 1601. 50.