ἀναδοτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A causing to spring up, σπερμάτων Corn. ND28. 2 Medic., digestive, Gal.6.416.
German (Pape)
[Seite 187] vertheilend, verdauend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδοτικός: -ή, -όν, διανεμητικός, συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ.