διανεμητικός

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανεμητικός Medium diacritics: διανεμητικός Low diacritics: διανεμητικός Capitals: ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dianemētikós Transliteration B: dianemētikos Transliteration C: dianemitikos Beta Code: dianemhtiko/s

English (LSJ)

διανεμητική, διανεμητικόν,
A distributive, τινὸς εἰς ἴσα μέρη Pl.Ti.55a, cf. Andronic. Rhod.p.576M.; τὸ δ. δίκαιον Arist.EN1131b27; of persons, ib.1134a3.
II Pass., divisible, εἰς ἴσα δ. Plu.2.1003c.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que reparte o distribuye de abstr., frec. ref. a la justicia ἕξις δ. τοῦ κατ' ἀξίαν ἑκάστῳ Pl.Def.411e, δικαιοσύνη δέ ἐστιν ἀρετὴ ψυχῆς δ. τοῦ κατ' ἀξίαν Arist.VV 1250a12, cf. EN 1134a3, Top.143a16, 145b36, Andronic.Rhod.576, τὸ ... δ. δίκαιον la justicia distributiva Arist.EN 1131b27, cf. 1132b24
de pers. distribuidor τοῦ κατ' ἀξίαν ἑκάστοις Plb.6.6.10.
2 geom. que divide εἶδος στερεὸν ... δ. εἰς ἴσα μέρη καὶ ὅμοια una figura sólida que divide en partes iguales y semejantes la superficie de la esfera en que está inscrita, Pl.Ti.55a.

German (Pape)

[Seite 592] verteilend ; Plat. Tim. 55 a ὅλου εἰς ἴσα μέρη; Arist. Eth. 5, 9; δ. εἶναί τινος, bereit sein zu verteilen, Pol. 6, 6; – theilbar, Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui répartit, qui distribue, gén.;
2 que l'on peut partager, divisible.
Étymologie: διανέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανεμητικός -ή -όν [διανέμω] verdelend, die verdeelt: met gen. en met εἰς + acc.:; ὅλου περιφεροῦς δ. εἰς ἴσα μέρη καὶ ὅμοια (een vaste vorm) die de hele omtrek in even grote en gelijkvormige delen verdeelt Plat. Tim. 55a; met dat. en met πρός + acc.: δ. αὑτῷ πρὸς ἄλλον wanneer hij in de positie is zaken tussen zichzelf en een ander te verdelen Aristot. EN 1134a3.

Russian (Dvoretsky)

διανεμητικός:
1 разделяющий, распределяющий (τινος εἰς ἴσα μέρη Plat.): δ. τοῦ κατ᾽ ἀξίαν Arst. воздающий по заслугам;
2 разделяющийся, делимый (εἰς ἴσα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διανεμητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν, τὴν ἰδιότητα, τὴν προθυμίαν εἰς τὸ διανέμειν, τινος εἰς ἴσα μέρη Πλάτ. Τιμ. 55Α· τὸ δ. δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 2· ἐπὶ προσώπων, αὐτόθι 5. 5, 2. 2) παθητ., ὁ δυνάμενος νὰ διανεμηθῇ, Πλούτ. Ἠθ. 1033C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διανεμητικός, -ή, -όν) διανέμω
1. ικανός να διανέμει το σύνολο ή μέρος του συνόλου, μεριστικός
2. αυτός που μπορεί να διανεμηθεί
νεοελλ.
φρ. διανεμητικά αριθμητικά
α) στην Αρχαία Ελληνική, σύνθετα αριθμητικά που σχηματίζονται με την πρόθεση συν + το απόλυτο αριθμητικό για να εκφράσουν διανομή (π.χ. σύνδυο, σύντρεις
ανά δύο, ανά τρεις)
β) στη Νέα Ελληνική εκφράζονται είτε ως εμπρόθετοι προσδιορισμοί (ανά δύο, ανά τρεις κ.λπ.) είτε με διπλασιασμό του απόλυτου αριθμητικού (δύο δύο, τρεις τρεις κ.λπ.).

Greek Monotonic

διανεμητικός: -ή, -όν (διανέμω), κατανομικός, επιμεριστικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

διανεμητικός, ή, όν adj διανέμω
distributive, Plat.