βραχιάλιον
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
τό, bracelet, Sm., Thd.2 Ki.1.10:—also βραχιάριον, τό, Aq. ibid., and βραχιόλιον, τό, Alex. Trall.1.15.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βραχιάριον Aq.2Re.1.10, Thd.Is.3.20, PAbinn.81.5 (IV a.C.); -όλιον Alex.Trall.1.571.5
brazal, brazalete Aq.l.c., Thd.l.c., Sm., Thd.2Re.1.10, Alex.Trall.l.c., PAbinn.l.c., SB 12940.6 (VI d.C.), Gloss.2.259, cf. Rab.Kel.26.3.
Greek Monolingual
βραχιόλι, το (AM βραχιόλιον, Μ και βραχιόλιν)
κυκλικό κόσμημα για τον καρπό ή τον πήχυ του χεριού
νεοελλ.
1. πλατύς δακτύλιος που συνδέει δύο τμήματα όπλου ή μηχανήματος
2. πληθ. βραχιόλια, τα
οι χειροπέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχιόλιον < λατ. bracchiolum» «μικρός βραχίων» < λατ. bracchium, brachium «βραχίων» < βραχίων.