μεγαλόκοτος
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
ον,
A gloss on ζάκοτος, Sch.Pi.Pae.9.18, EM407.16. Adv. -τως, gloss on ζαφελῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 106] sehr zürnend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόκοτος: -ον, μεγάλως ὠργισμένος, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 318 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ζάκοτος. ― Ἐπίρρ. μεγαλοκότως Ἡσύχ. ἐν λ. ζαφελῶς.