πιλοποιός
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
ὁ,
A felt-maker, hatter, Id.1.149,7.171.
German (Pape)
[Seite 615] Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, Πολυδ. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -ποιητικός, ή, όν, ἁρμόδιος πρὸς πιλοποιίαν, ὕδωρ Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ τέχνη τοῦ πιλοποιοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 171.