ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
[Seite 180] ὁ, s. μητρῳασμός.
μητρῳσμός, δωρ. τ. ματρῳσμός, ὁ (Α) μητρώζωη εορτή προς τιμήν της Κυβέλης.