ἐκθηρεύω
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
= ἐκθηράομαι, Hdt.6.31, Arist. Mir.832a29, Plu.Crass.31.
Spanish (DGE)
dar caza τοὺς ἀνθρώπους acorralando a los habitantes de una isla para coger prisioneros, Hdt.6.31, cf. Plu.Crass.31, (σκορπίους) Arist.Mir.832a29.
German (Pape)
[Seite 760] dasselbe; Her. 6, 31; Plut. Crass. 31.
French (Bailly abrégé)
c. ἐκθηράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθηρεύω: Her., Arst., Plut. = ἐκθηράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθηρεύω: τῷ προηγ., Ἡροδ. 6. 31, Ἀριστ. π. Θαυμ. 27.
Greek Monolingual
ἐκθηρεύω (Α)
κυνηγώ και συλλαμβάνω.
Greek Monotonic
ἐκθηρεύω: μέλ. -σω, = το προηγ., σε Ηρόδ.