μουσοεργός
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
A v. μουσουργός.
German (Pape)
[Seite 211] = μουσουργός, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοεργός: ἴδε μουσουργός.