δύσμηνις

Revision as of 08:34, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "gen. ιος" to "gen. -ιος")

English (LSJ)

ι, wrathful, θεός Poll.1.39; χόλος AP9.69 (Parmenion).

Spanish (DGE)


• Morfología: [gen. -ιδος]
1 colérico θεός Poll.1.39, de pers., Ptol.Tetr.3.14.14, χόλος AP 9.69 (Parmen.).
2 hostil Hsch.

German (Pape)

[Seite 684] ιος, heftig grollend; χόλος Parm. 7 (IX, 69); θεός Poll. 1, 39.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος;
malveillant, haineux.
Étymologie: δυσ-, μῆνις.

Russian (Dvoretsky)

δύσμηνις: ι, gen. -ιος сердитый, гневный: δ. χόλος Anth. желчная злоба.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμηνις: ι, πλήρης ὀργῆς, βαρύμηνις, θεὸς Πολυδ. Α΄, 39· χόλος Ἀνθ. Π. 9. 69.

Greek Monolingual

δύσμηνις, -ι (Α)
γεμάτος οργή.

Greek Monotonic

δύσμηνις: -ι, εξοργισμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

wrathful, Anth.