νυκτερόβιος

From LSJ
Revision as of 22:00, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερόβῐος Medium diacritics: νυκτερόβιος Low diacritics: νυκτερόβιος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: nykteróbios Transliteration B: nykterobios Transliteration C: nykterovios Beta Code: nuktero/bios

English (LSJ)

νυκτερόβιον, feeding by night, ζῷα Arist.HA488a25.

German (Pape)

bei Nacht lebend oder seinen Lebensunterhalt suchend, Arist. H.A. 1.1.28.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερόβιος: ведущий ночной образ жизни (γλαῦξ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερόβιος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ζητῶν τὴν τροφήν του, γλαῦξ· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 28.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νυκτερόβιος, -ον)
(για ζώα) αυτός που ζει κατά τη διάρκεια της νύχτας ή αυτός που αναζητά την τροφή του τη νύχτα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νυκτερόβιος
εντομολ. η νυκτερίβια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + βίος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nycteribia].