ἐκκρέμασις
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hanging from or upon, v.l. in Hp.Art. 76.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, das Daranhangen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρέμασις: -εως, ἡ, τὸ κρέμασθαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836.