ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
[Seite 1360] weiß, weiß angestrichen, Sp.
κατάλευκος: -η, -ον, λίαν λευκός, λευκότατος, Βυζ.