σοροεργός

From LSJ
Revision as of 10:21, 26 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "λιθο" to "λιθο")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοροεργός Medium diacritics: σοροεργός Low diacritics: σοροεργός Capitals: ΣΟΡΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: soroergós Transliteration B: soroergos Transliteration C: soroergos Beta Code: soroergo/s

English (LSJ)

σοροεργόν, coffinmaking, τέχνης κανονίσματα Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 913] Särge machend, σοροεργὰ τέχνης καινίσματ' ἔχοντες Maneth. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

σοροεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.

Greek Monolingual

-όν, Α
σοροπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].