σκοτοεργός

From LSJ
Revision as of 10:23, 26 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "λιθο" to "λιθο")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοεργός Medium diacritics: σκοτοεργός Low diacritics: σκοτοεργός Capitals: ΣΚΟΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: skotoergós Transliteration B: skotoergos Transliteration C: skotoergos Beta Code: skotoergo/s

English (LSJ)

σκοτοεργόν, working in the dark, κλιβανεύς Man.1.80.

German (Pape)

[Seite 905] im Finstern, Verborgenen arbeitend, Man. 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοεργός: -όν, ὁ ἐν τῷ σκότει ἐργαζόμενος, κλιβανεὺς Μανέθων 1. 80.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -εργός (< έργον), πρβλ. λιθο-εργός].