χρέμψ
From LSJ
English (LSJ)
a kind of
A fish, prob. = χρόμις, Arist.HA534a8 (v.l. χρέψ).
German (Pape)
[Seite 1371] ein Fisch, Arist. H. A. 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
χρέμψ: εἶδος ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).