διάπικρος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
διάπικρον, very bitter, ὕδωρ D.S.2.48, 19.98.
Spanish (DGE)
-ον completamente amargo ὕδωρ D.S.2.48, 19.98.
Greek (Liddell-Scott)
διάπικρος: -ον, λίαν πικρός, κατάπικρος, ὕδωρ Διόδ. 2. 48.
Russian (Dvoretsky)
διάπικρος: очень горький (ὕδωρ Diod.).
German (Pape)
sehr bitter, DS. 2.48.