ἐλελίσφακον
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τό,= sq., Id.3.33,4.103. II = ψευδοδίκταμνον, Ps.-Dsc.3.32.
German (Pape)
[Seite 795] τό, Diosc. u. a. Sp., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλελίσφᾰκον: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 3. 40.