κνωδάκιον
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
τό, Dim. of κνώδαξ,
A pivot, ib.1.38.
German (Pape)
[Seite 1464] τό, dim. von κνώδαξ, Hero Spirit.
Greek (Liddell-Scott)
κνωδάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κνώδαξ, Ἀρχ. Μαθ. σ. 191.