Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Menander, Monostichoi, 123German (Pape)
[Seite 232] τό, Farbenschmuck, Schminke, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθισμα: -ατος, τό, (ἀνθίζω) ἔνδυμα ἀνθηρὸν καὶ ποικιλόχρουν, «ὡς γὰρ τὸν δραπέτην τὰ στίγματα, οὕτω τὴν μοιχαλίδα δείκνυσι τὰ ἀνθίσματα» Κλήμ. Ἀλ. 258.