ὀλιγόχρονος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ον,
A = ὀλιγοχρόνιος, M.Ant.5.10 codd. (-χρόνια Casaubon).
German (Pape)
[Seite 322] = ὀλιγοχρόνιος, M. Ant. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόχρονος: -ον, = ὀλιγοχρόνιος, Μ. Ἀντων. 5. 10· πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτέον Τριφ-) 40.