περιγελάω
From LSJ
English (LSJ)
A deride, τινα A.D.Synt.284.21. 2 smile all around (expl. of γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθών), ib.311.27, cf.Phot.s.v. περιεκόκκασα.
German (Pape)
[Seite 571] (s. γελάω), darüber lachen (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιγελάω: καταγελῶ, τινὰ Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 284. 21.