τεμαχισμός
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
ὁ,
A cutting up, slicing, Hdn.Epim. 264.
German (Pape)
[Seite 1089] ὁ, das Zerschneiden, Zerstückeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεμᾰχισμός: -οῦ, ὁ, τὸ τεμαχίζειν, τέμνειν εἰς τεμάχια, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 264, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 180.