ἐνδείκτης
From LSJ
English (LSJ)
ον, ὁ,
A informer, complainant, UPZ69.4 (ii B.C.), LXX 2 Ma.4.1, Philostr. VS2.29.
German (Pape)
[Seite 832] ὁ, der Anzeiger, Ankläger, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδείκτης: -ου, ὁ, μηνυτής, κατήγορος, τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν ἐνδεικτῶν Φιλόστρ. 621· ἐπὶ καλῆς σημασ., ὁδηγός, τούτου γενέσθαι ἐνδείκτην Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 5. σ. 215A.