μεσόφθαλμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with middle-sized eyes, Procl.Par.Ptol.202.
German (Pape)
[Seite 141] mit Augen von mittlerer Größe, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μετρίου μεγέθους ὀφθαλμούς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 202.