κυβεπίκυβος
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ὁ,
A = κυβόκυβος, Theodoret.Therap.6.52.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, das Produkt zweier Kubikzahlen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεπίκῠβος: ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν (πρβλ. κυβόκυβος), ὡς 216 = 23x33· ― ἐπίκυβος δὲ εἶναι πιθανῶς τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν, τοῦ μὲν κυβικοῦ τοῦ δὲ μή, ὡς 24=23x3, Θεοδώρητ. τ. 4. 866.