σόγχος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ὁ,
A sow-thistle, Sonchus aspera, Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro Fr.2.1, Thphr.HP4.6.10,6.4.3,8, Nic.Fr.71, Hegesand. 9 (where ἐξογκοῖτ' is a pun on ἐκσογκοῖτ'). II σ. τρυφερός, milkweed, Sonchus oleraceus, Ps.-Dsc.2.131.
German (Pape)
[Seite 912] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σόγχος: ὁ, σκολυμώδης βοτάνη, «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «λάχανον ἄγριον» Ἡσύχ.