ἐνακόσιοι

Revision as of 07:55, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

English (LSJ)

αι, α, nine hundred, Th.5.12, SIG495.88(Olbia, iii B.C.), IG5(1).1146.10 (Gytheion, i B.C.), ib.11(2).165.53(Delos, iii B.C.); Ion. εἰνακόσιοι Hdt.2.13, 145.

Spanish (DGE)

-αι, -α
• Alolema(s): jón. εἰνακόσιοι Hdt.2.13, 145; ciren. ἠνακάτιοι SEG 9.2.59 (Cirene IV a.C.); ἐννακ- LXX Ge.5.5, Str.15.2.1, D.S.17.17, Philostr.VA 5.1, PMich.643.30 (IV d.C.); ἐννεακ- Chrys.M.54.615
• Morfología: [lacon. gen. fem. ἐνακοσιᾶν IG 5(1).1146.10 (Gitio I a.C.)]
novecientos ἔτεα Hdt.ll.cc., ὁπλῖται Th.5.12, χρυσοί IPE 12.32.88 (Olbia III/II a.C.), τάλαντα Plb.25.2.10, cf. SEG l.c., OCair.GPW 1.4 (II a.C.), D.S.l.c., Philostr.l.c., PSakaon 22.4 (IV d.C.), en combinación c. otros núm. τρισχίλιαι ἐνακόσιαι εἴκοσι (μναῖ) D.34.25, cf. Is.11.43, IG 11(2).165.53 (Delos III a.C.), LXX l.c., τᾶν τρισχιλιᾶν καὶ ἐνακοσιᾶν ἑξήκοντα πέντε δραχμᾶν IG l.c., (σταδίοι) Str.l.c., cf. Plu.2.733a, PMich.l.c.

German (Pape)

[Seite 826] bessere Form als ἐννακόσιοι, neunhundert, Poppo Thuc. 1, 46.

French (Bailly abrégé)

mieux que ἐννακόσιοι;
αι, α;
neuf cents.
Étymologie: ἐννέα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνακόσιοι: ион. εἰνακόσιοι 3 девятьсот Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰκόσιοι: -αι, -α, Θουκ. 1. 46˙ οὐχὶ ἐννακόσιοι διὰ δύο ν, ἴδε ἐπιγρ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058A. 88˙ πρβλ. ἐνάκις καὶ τὸν Ἰων. τύπον εἰνακόσιοι, Ἡρόδ. 2. 13, 145.

Greek Monolingual

ἐνακόσιοι και ἐννακόσιοι, -αι, -α, ιων. τ. εἰνακόσιοι (Α)
(απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, εννιακόσιοι.

Greek Monotonic

ἐνᾰκόσιοι: Ιων. εἰν-, -αι, -α (ἐννέα, ἕκατον), εννιακόσιοι, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

adj adj ἐννέα, ἕκατον]
nine hundred, Hdt., Thuc.