κεπφώδης
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
German (Pape)
[Seite 1419] ες, von der Art des Vorigen, gimpelhaft.
Greek (Liddell-Scott)
κεπφώδης: -ες, ὡς ὁ κέπφος, ἀνόητος, μωρός, κουτός, μεταγεν.