ψηφοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
(parox.), ον,
A voting, ἐκκλησία D.H.7.59; = suffragator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1398] seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοφόρος: -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.