φλησκούνι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
και φλισκούνι και φλυσκούνι και φλασκούνι και φλουσκούνι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών του γένους μίνθη ή μέντα της οικογένειας τών χειλανθών και ιδίως του είδους Mentha pulegium.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. βλησκούνι (βλ. και λ. βληχώνι)].
Translations
Mentha pulegium
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه, رافونه; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz