πυροεργής

From LSJ
Revision as of 10:24, 26 October 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠροεργής Medium diacritics: πυροεργής Low diacritics: πυροεργής Capitals: ΠΥΡΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: pyroergḗs Transliteration B: pyroergēs Transliteration C: pyroergis Beta Code: puroergh/s

English (LSJ)

πυροεργές, working at the fire, Man.1.78.

German (Pape)

[Seite 823] ές, in oder am Feuer arbeitend, ἄνδρες, Feuerarbeiter, Maneth. 1, 78.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροεργής: -ές, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ πυρός, Μανέθων 1. 78.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που εργάζεται στη φωτιά ή αυτός που εργάζεται με τη βοήθεια της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθοεργής].