νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
ἐμποδισμός, ἀσχολία, ἄμη, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον, δέμα, ἀρθροπέδη, ἔνεδρον
traba trabae N F :: wood-beam, timber; tree-trunk; ship; table