ἔγχρυσος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ον,
A golden, ὅπλον Schwyzer647.35 (Cyme, i A.D.); στολή Philostr.Im.1.22; πρόσοψις D.S.3.39.
German (Pape)
[Seite 714] vergoldet, πρόσοψις, wie Gold, D. Sic. 3, 39, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχρῡσος: -ον, χρυσοῦς, ὅπλον Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 35· στολὴ Φιλόστρ. 796 πρόσοψις Διόδ. 3. 39.