ψιλήτης
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1399] ὁ, gew. im plur. οἱ ψιλῆται, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen, Sp.
Greek Monolingual
και ψιλίτης, -ου, ὁ, Μ
στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν
οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής, -ῆος, με κατάλ. -της, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται].