καταρχή
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ἡ,
A beginning, πράγματος BGU1209.11 (i B.C.), cf. Callicr. ap.Stob.4.28.16, Plb.2.12.8; κ. διαφορᾶς Id.22.4.14,al.; ἀνέμου Mim. Oxy.413.213. II Astrol., forecast of an undertaking, voyage, etc., Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, Vett.Val.187.15 (pl.); περὶ καταρχῶν, title of poems by Maximus and Heph.Astr. III part of victim first offered, IG22.1359. IV primacy, sovereignty, τοῦ ἁθρόου Epicur.Fr.314; starting-point, basis, Chrysipp.Stoic.2.246; τὰς Χάριτας [εἶναι] τὰς ἡμετέρας κ. Phld.Piet.14.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, Anfang, Beginn, πολέμου Pol. 23, 2, 14, öfter, u. Sp. Auch = Opfer von Erstlingen.
Greek (Liddell-Scott)
καταρχή: ἡ, ἀρχή, ἔναρξις, Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 485. 47, Πολύβ. 2. 12, 8· κ. πολέμου ὁ αὐτ. 23, 2, 14· ἐν περίφρ., κ. ποιεῖσθαι Ἀθήν. σ. 139·- ἐν τῷ πληθ. αἱ πρῶται θυσίαι, ἀπαρχαὶ καὶ σπονδή.