μονῳδικός
From LSJ
Full diacritics: μονῳδικός | Medium diacritics: μονῳδικός | Low diacritics: μονωδικός | Capitals: ΜΟΝΩΔΙΚΟΣ |
Transliteration A: monōidikós | Transliteration B: monōdikos | Transliteration C: monodikos | Beta Code: monw|diko/s |
ή, όν,
A of or for a μονῳδία, γυμνάσματα Sch.Ar.Ra.974.
[Seite 206] ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
μονῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974.