φιλαθήναιος
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ον,
A fond of the Athenians, Ar.Ach.142, V. 283 (lyr.), Pl.Ti.21e: Sup., D.19.308.
German (Pape)
[Seite 1274] Freund der Athener; Ar. Ach. 142; Plat. Tim. 21 e; Luc. Dem. enc. 42.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰθήναιος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς Ἀθηναίους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 142, Σφ. 283, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· καὶ ἐν τῷ ὑπερθ., Δημ. 439. 27· ― φιλαθηναιότης, ητος, ἡ , Γαλην. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322, 327, 328.