ἀπότριμμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is rubbed off, ἀκόνης Ναξίας emery powder, Dsc. 5.149, Critoap.Gal.12.447.
German (Pape)
[Seite 332] τό, das Abgeriebene, zw. Bei Ath. VII, 295 d steht jetzt ὑπότριμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότριμμα: τό, τὸ ἀποτριφθὲν, ἀκόνης Ναξίας τὸ ἀπότριμμα τοῦ πρὸς αὐτὴν ἀκονηθέντος σιδήρου Διοσκ. 5. 167 (168).