καινοποιΐα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ,
A complete change, περί τι Plb.4.2.10: c. gen., Vett.Val.48.10 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, Neuerung, Aenderung, τοιαύτης περὶ τὰς δυναστείας καινοποιΐας οὔσης Pol. 4, 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
καινοποιΐα: ἡ, πλήρης μεταβολή, ἀνανέωσις, περί τι Πολύβ. 4. 2, 10.