οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Full diacritics: στόλισμα | Medium diacritics: στόλισμα | Low diacritics: στόλισμα | Capitals: ΣΤΟΛΙΣΜΑ |
Transliteration A: stólisma | Transliteration B: stolisma | Transliteration C: stolisma | Beta Code: sto/lisma |
ατος, τό,
A equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).
[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.
στόλισμα: τό, ἔνδυμα, μανδύας, Εὐρ. Ἑκ. 1156.